τραπέζι

τραπέζι
το, Ν
1. έπιπλο αποτελούμενο από μια οριζόντια πλάκα στηριζόμενη σε τέσσερα πόδια, το οποίο χρησιμεύει για την παράθεση φαγητού αλλά και για την εκτέλεση εργασίας ή για την τοποθέτηση αντικειμένων, τράπεζα (α. «το τραπέζι τής κουζίνας» β. «χειρουργικό τραπέζι»)
2. συνεκδ. τα σκεύη τού φαγητού που υπάρχουν πάνω στο παραπάνω έπιπλο («στρώσε το τραπέζι»)
3. γεύμα ή δείπνο («τούς έκανα τραπέζι για να τούς ευχαριστήσω»)
4. φρ. α) «κάθομαι στο τραπέζι» — συμμετέχω σε γεύμα
β) «τούς βρήκα στο τραπέζι» — τούς βρήκα να γευματίζουν
γ) «πράσινο τραπέζι»
i) τραπέζι στρωμένο με πράσινη τσόχα που χρησιμοποιείται στα χαρτοπαικτικά παιχνίδια
ii) (κατ' επέκτ.) η χαρτοπαιξία
5. παροιμ. φρ. α) «βρήκε τραπέζι έτοιμο [ή στρωμένο]» — βρήκε αγαθά για τα οποία άλλοι μόχθησαν, χωρίς ο ίδιος να κοπιάσει
β) «ηύρες τραπέζι κάθησε, ηύρες ξυλιές τραβήξου» — δηλώνει ότι πρέπει να εκμεταλλεύεται κανείς κάθε ευνοϊκή ευκαιρία, αλλά να αποφεύγει πάντοτε τις κακοτοπιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τραπέζιον, υποκορ. τού τράπεζα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τραπέζι — το 1.τράπεζα για το φαγητό. 2. τα σκεύη του φαγητού στο τραπέζι: Μάζεψε το τραπέζι. 3. γεύμα: Μου έκαναν το τραπέζι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τραπεζιτευόντων — τραπεζῑτευόντων , τραπεζιτεύω to be engaged in banking pres part act masc/neut gen pl τραπεζῑτευόντων , τραπεζιτεύω to be engaged in banking pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζιτεύοντα — τραπεζῑτεύοντα , τραπεζιτεύω to be engaged in banking pres part act neut nom/voc/acc pl τραπεζῑτεύοντα , τραπεζιτεύω to be engaged in banking pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζιτεύουσι — τραπεζῑτεύουσι , τραπεζιτεύω to be engaged in banking pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) τραπεζῑτεύουσι , τραπεζιτεύω to be engaged in banking pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζιτεύω — τραπεζῑτεύω , τραπεζιτεύω to be engaged in banking pres subj act 1st sg τραπεζῑτεύω , τραπεζιτεύω to be engaged in banking pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζιτικῶν — τραπεζῑτικῶν , τραπεζιτικός of fem gen pl τραπεζῑτικῶν , τραπεζιτικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζιτικόν — τραπεζῑτικόν , τραπεζιτικός of masc acc sg τραπεζῑτικόν , τραπεζιτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζίτας — τραπεζί̱τᾱς , τραπεζίτης money changer masc acc pl τραπεζί̱τᾱς , τραπεζίτης money changer masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζιτεῦσαι — τραπεζῑτεῦσαι , τραπεζιτεύω to be engaged in banking aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζιτεύειν — τραπεζῑτεύειν , τραπεζιτεύω to be engaged in banking pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”